- ἐπιβλέψῃς
- ἐπιβλέπωlook uponaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έξη — (I) (AM ἕξ) έξι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έξι]. (II) η (AM ἕξις) ιδιότητα, συνήθεια που αποκτήθηκε από την πείρα, τη συνεχή επανάληψη 2. φυσική διάθεση τού σώματος που οφείλεται στη συνήθεια μιας άσκησης, μιας πράξης («ἡ φύσις καὶ ἡ ἕξις», Ιπποκρ.) αρχ.… … Dictionary of Greek
ανεπιστασία — ἀνεπιστασία, (AM) έλλειψη επιστασίας, επίβλεψης, αμέλεια … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek
φορτωτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή που αναφέρεται στη φόρτωση 2. το θηλ. ως ουσ. η φορτωτική έγγραφο που αποδεικνύει τη φόρτωση και μεταφορά εμπορευμάτων και περιέχει λεπτομερή κατάσταση τού συνόλου τους 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φορτωτικά η… … Dictionary of Greek
εκσκωρίαση — Επεξεργασία που πραγματοποιείται με χημικά μέσα στην επιφάνεια ενός σιδηρούχου μετάλλου για να απομακρυνθεί στρώμα από οξείδια και σκουριές. Η ε. μπορεί να γίνει εν ψυχρώ ή εν θερμώ (45° 50°C) και με επεξεργασία της επιφάνειας των μετάλλων με… … Dictionary of Greek
Καμπ Ντέιβιντ — (Camp David). Η εξοχική κατοικία του προέδρου των ΗΠΑ. Κατασκευάστηκε από την Υπηρεσία Εθνικών Πάρκων το καλοκαίρι του 1942, κατόπιν εντολής του προέδρου Φράνκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ, και ονομάστηκε αργότερα Κ.Ν. από τον πρόεδρο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ … Dictionary of Greek
Κρούπσκαγια, Ναντέζντα Κονσταντίνοβνα — (Nadezhda Konstantinovna Krupskaya, Αγία Πετρούπολη 1869 – Μόσχα 1939). Ρωσίδα κομουνίστρια, σύζυγος του Λένιν. Είχε ενεργό συμμετοχή στο ρωσικό επαναστατικό κίνημα και αργότερα πρωτοστάτησε στην υιοθέτηση του συστήματος της λαϊκής παιδείας. Η Κ … Dictionary of Greek
Λεονάρντο ντα Βίντσι — (Leonardo da Vinci, Βίντσι Φλωρεντίας 1452 – Πύργος του Κλου, Αμπουάζ 1519). Ιταλός ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός, ανατόμος, φυσιολόγος, βοτανολόγος, φυσικός, φιλόσοφος, μουσικός και λογοτέχνης. Νόθος γιος του συμβολαιογράφου Σερ… … Dictionary of Greek
Μπελ, Άντριου — (Andrew Bell, Σεντ Άντριους 1753 – Τσέλτενχαμ 1832). Αγγλικανός πάστορας. Διεύθυνε στο Έγκμορ, κοντά στο Μαντράς, ένα σχολείο για τα παιδιά των εκεί Άγγλων στρατιωτών, χρησιμοποιώντας την αλληλοδιδακτική μέθοδο. Μαζί με τον σύγχρονο του κουάκερο… … Dictionary of Greek